- καρποτόκῳ
- καρπότοκοςbearing fruitmasc/fem/neut dat sgκαρποτόκοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρποτοκώ — καρποτοκῶ, έω (Α) [καρποτόκος] παράγω καρπό, καρποφορώ … Dictionary of Greek